- λαιόπους
- λαιόπους, πουν, gen. ποδος,A left-footed, Cyr.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λαιόπους — λαιόπους, ουν (Α) αυτός που έχει μόνο το αριστερό πόδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαιός (ΙΙ) + πούς (πρβλ. ὠκύ πους)] … Dictionary of Greek
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek